σκαρτάρω

σκαρτάρω
Ν
1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαιρώ, βγάζω από την τράπουλα τα φύλλα που είναι περιττά για το παιχνίδι ή τά αντικαθιστώ με άλλα
2. αφαιρώ, πετώ κάτι το περιττό, άχρηστο ή κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scartare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαρτάρω — σκάρταρα (λ. ιταλ.), πετώ τα άχρηστα πράγματα, ξεκαθαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… …   Dictionary of Greek

  • σκαρτάδος — ο, θηλ. σκαρτάδα, Ν [σκαρτάρω] 1. άνθρωπος άχρηστος, σκάρτος 2. αυτός που σκέπτεται και συμπεριφέρεται παράξενα, που έχει χάσει τα λογικά του, ανισόρροπος, παλαβός …   Dictionary of Greek

  • σκαρτάρισμα — το, Ν [σκαρτάρω] 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα 2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”